- ἀσκόπευτος
- ἀσκόπευτος, ον,A free from intrusions,
πενία ἀ. οὐσία Secund.Sent.10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενία ἀ. οὐσία Secund.Sent.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσκόπευτος — free from intrusions masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκόπευτος — η, ο (AM ἀσκόπευτος, ον) [σκοπεύω] Ι. νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή πρόθεση 2. ο αστόχαστος, ο απερίσκεπτος|| αρχ. εκείνος τον οποίο δεν επιδιώκει κανείς, ο ανεπιθύμητος. II. επίρρ. (μσν.νεοελλ.) ασκόπευτα χωρίς… … Dictionary of Greek